χονδρικός

χονδρικός
(I)
-ή, -ό, Ν [χόνδρος]
(ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χόνδρους ή εντοπίζεται στους χόνδρους (α. «χονδρικός ιστός» β. «χονδρικές κοιλότητες»).
————————
(II)
και χοντρικός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που δίνεται ή γίνεται κατά μεγάλες ποσότητες (α. «χονδρική πώληση» β. «χονδρικό εμπόριο»)
2. αδρομερής, όχι λεπτομερειακός
3. (στον Ερωτόκρ.) χονδροειδής, χυδαίος.
επίρρ...
χονδρικώς και χονδρικά και χοντρικά Ν
1. σε μεγάλες ποσότητες
2. σε γενικές γραμμές, αδρομερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρός / χοντρός. Το επίθ., στον πληθ. χονδρικοί, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ, ενώ το επίρρ. χονδρικῶς, από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παχυμερής — ές, ΝΑ υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος 2. σωματικός, υλικός 3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση 4. μτφ. παχύς 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές το πυκνό… …   Dictionary of Greek

  • χονδροβλάστωμα — το, Ν ιατρ. καλοήθης χονδρικός όγκος, με τυπική εντόπιση στις επιφύσεις τών μακρών οστών που βρίσκονται κοντά στο γόνατο και μακριά από τον αγκώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chondroblastoma < χόνδρος + βλάστωμα (< βλαστός + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • συνδετικός ιστός — (Ιατρ.). Μια σημαντική και μεγάλη ομάδα ιστών, που συμμετέχουν στη δομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διάφοροι τύποι σ. ι. προέρχονται όλοι από ένα εμβρυϊκό ιστό, το μεσέγχυμα. Ο σ.ι. αποτελείται από κύτταρα με διάφορα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”